- λήστωρ
- λῄστωρ, -ορος, ὁ (Α)βλ. ληίστωρ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ληίστωρ — ληΐστωρ και λῄστωρ, ορος, ὁ (Α) [ληΐζομαι] 1. ληστής 2. ως επίθ. αυτός μέσω τού οποίου ενεργεί κάποιος λεηλασία («ληΐστορι χαλκῷ», Ανθ. Παλ.) … Dictionary of Greek